καταστήματος

καταστήματος
κατάστημα
condition
neut gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταστιχογραφία — η η τήρηση τών λογιστικών βιβλίων ενός καταστήματος, η καταγραφή τών διαφόρων εμπορικών πράξεων εταιρείας, επιχείρησης, καταστήματος στα κατάστιχα, σύμφωνα με ορισμένους κανόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < καταστιχογράφος. Η λ. μαρτυρειται από το 1810 στους… …   Dictionary of Greek

  • διοικητική άδεια — Πράξη της διοίκησης με την οποία επιτρέπεται, σε ορισμένες περιπτώσεις, η άρση της απαγόρευσης άσκησης δικαιώματος. Η δ.ά. δεν δημιουργεί συνεπώς νέα δικαιώματα, αλλά αποτελεί πράξη όρο για την άσκηση ενός δικαιώματος, που αναφέρεται συνήθως σε… …   Dictionary of Greek

  • πελάτης — ο θηλ. πελάτισσα αυτός που αγοράζει ταχτικά τα είδη ορισμένου καταστήματος ή ζητεί τις υπηρεσίες του ίδιου προσώπου: Οι πελάτες του καταστήματος, του γιατρού, του δικηγόρου …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • αδελφάτο — Κατά την τουρκοκρατία, έτσι ονομαζόταν η παραχώρηση από μια μονή μιας ετήσιας επιχορήγησης σε τρόφιμα (σιτάρι, λάδι, κρασί, τυρί και όσπρια) σε όποιον της κατέβαλε εφάπαξ ένα ποσό ή της χάριζε ένα κτήμα. Σήμερα, α. ονομάζεται η επιτροπή… …   Dictionary of Greek

  • αρχαιοπώλης — Έμπορος που ασχολείται με αγοραπωλησίες αρχαίων αντικειμένων κάθε είδους, συμπεριλαμβανομένων χειρογράφων και βιβλίων (κοινώς, αντικέρ). Το εμπόριο αρχαίων αντικειμένων δεν είναι σύγχρονο φαινόμενο. Κατά τους ελληνιστικούς χρόνους, στη Ρώμη και… …   Dictionary of Greek

  • αυτοεξυπηρέτηση — η 1. μέθοδος κατά την οποία ο πελάτης εξυπηρετείται μόνος του σε ψώνια ή σερβίρισμα χωρίς να μεσολαβούν υπάλληλοι του καταστήματος 2. η ικανότητα του ατόμου να αυτοεξυπηρετείται στις άμεσες βιολογικές και βιοτικές του ανάγκες. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο* …   Dictionary of Greek

  • αυτοεξυπηρετούμαι — 1. παίρνω ψώνια ή φαγητό χωρίς τη μεσολάβηση υπαλλήλων του καταστήματος 2. μπορώ να φροντίζω τον εαυτό μου (στο φαγητό, στην ατομική καθαριότητα κ.λπ.) …   Dictionary of Greek

  • βιτρίνα — η 1. προθήκη καταστήματος με τζάμι ή κρύσταλλο 2. έπιπλο, θήκη για ασημικά, διακοσμητικά μικροτεχνήματα κ.λπ. με γυάλινα ή κρυστάλλινα θυρόφυλλα 3. φρ. «έργα βιτρίνας» έργα που γίνονται για επίδειξη και όχι για ουσιαστική ωφέλεια. [ΕΤΥΜΟΛ. <… …   Dictionary of Greek

  • διάλυση — η (AM διάλυσις, έως) [διαλύω] 1. ο διαχωρισμός, η ανάλυση 2. ο χωρισμός σύνθετου σώματος στα συστατικά του μέρη, η αποσύνθεση 3. αποσύνδεση, αποσυναρμολόγηση 4. διακοπή εργασιών («διάλυση καταστήματος») 5. διασκόρπιση («διάλυση συγκέντρωσης») 6.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”